Καλά λένε… «ποτέ μη λες ποτέ» τελικά. Αυτό που κάνω αυτή τη στιγμή είναι κάτι που «ποτέ δεν θα έκανα» γιατί σφόδρα αποδοκίμαζα σε άλλους. «Εγώ, να ανοίξω τα εσώψυχά μου στο Web; Δεν πάτε καλά. Αυτά είναι για τους προβληματικούς. Γι’ αυτούς που θέλουν να τραβήξουν την προσοχή, γι’ αυτούς που νομίζουν ότι τα μικρά τους δράματα μας αφορούν. Σοβαρευτείτε».
«Ποτέ μη λες ποτέ» λοιπόν. Γιατί είμαι έτοιμος να κάνω ακριβώς αυτό το πράγμα.
Σήμερα, μετά από 15 χρόνια δημοσιογραφικής καριέρας, μάζεψα το γραφείο μου στην Ελευθεροτυπία. Τον Ιούνιο του 1992 έδωσα τα πρώτα μου κειμενάκια, πολύ δειλά και συνεσταλμένα στην αρχή, σαν κάθε ένα από αυτά να ήταν φτιαγμένο από ζάχαρη. Και όχι. Κανένα από εκείνα δεν είχε να κάνει με υπολογιστές, το Internet ή τα games. Ήταν… «κανονικά» δημοσιογραφικά κομμάτια. Για την κοινωνία, για το εκπαιδευτικό σύστημα, για τέτοια θέματα. Μάλιστα, κύριε. Όχι δημοσιογραφία «της πολυθρόνας». Σοβαρή.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που είδα το πρώτο μου δημοσιευμένο κείμενο στην «Ε». Είχα ξαναδεί κι άλλα και στο παρελθόν, στο Professional Amiga ή άλλα fanzines (και το κείμενο της «Ε» ήταν κατά 99% ανυπόγραφο), μα… ήταν «άλλο πράγμα» στο στυπόχαρτο. Άλλη διάσταση. Τα γράμματα αιωρούνταν στον αέρα, ανάγλυφα, γιατί η Ελευθεροτυπία είχε μέση ημερήσια κυκλοφορία 130.000 φύλλα τότε, δεν ήταν παίξε-γέλασε. Ήξερες κόσμο που τη διάβαζε, τη διάβαζες κι εσύ, κι ο γείτονας, και ο άγνωστος κύριος με το καρώ πουκάμισο που καθόταν στο λεωφορείο απέναντί σου. Και τα γραμματάκια που έβαλες στη σειρά ήταν εκεί, στην εφημερίδα του κυρίου απέναντι, στη σελίδα τάδε, κάτω αριστερά. Μαγεία.
Τα κειμενάκια συνεχίστηκαν, έστω και αραιά. Ήταν κάτι όμως (μετά από λίγο καιρό μπήκε κι η υπογραφή). Και όταν ο Σήφης ο Πολυμίλης – αρχισυντάκτης της Ελευθεροτυπίας και καθηγητής της «φουρνιάς του ’92» στο δημοσιογραφικό εργαστήρι του Παντείου – πρότεινε σε τρεις από την τάξη του, τον Γιώργο τον Μαύρο, την Ασπασία την Κάκκαρη κι εμένα να ξεκινήσουμε να δίνουμε τακτικά θέματα, το τελευταίο κομμάτι του παζλ «ήρθε στη θέση του».
Ούτε ο Σήφης δεν ήξερε τότε πόσο πολύ είχε «έρθει στη θέση του» εκείνο το κομμάτι του παζλ για μένα. Γιατί, έναν όροφο πιο πάνω, στην Κυριακάτικη, κάτι τρελοί τύποι είχαν «δει μακριά». Ο Χριστόφορος ο Κάσδαγλης, μία παρέα από πιτσιρίκια – ε, πιτσιρίκια είμασταν τότε, το Μάη του ’95 – και μερικοί ενθουσιώδεις του χώρου της Πληροφορικής αποφάσισαν να φτιάξουν το πρώτο ένθετο για τεχνολογία στην Ελλάδα. Σιχαίνομαι τις «απευθείας μεταφράσεις» από αγγλικά αλλά, αδελφέ (όπως θα έλεγε κι ο Χριστόφορος), «τα υπόλοιπα είναι ιστορία».
Το Info της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας ανέτρεψε τα δεδομένα όσον αφορά το τί μέχρι τότε θεωρούνταν «mainstream» και τί «geeky»: βρήκε μια ισορροπία θαυμαστή ανάμεσα στα δύο, με θέματα που ενδιέφεραν τον «πολύ κόσμο» και άπτονταν της τεχνολογίας, αλλά και πραγματάκια που «έκλειναν το μάτι» στους γνώστες. Φτιάξαμε και σελίδες στο Web – ας είναι καλά ο Σωτήρης ο Δαματόπουλος και η Έλενα η Σπανδωνή, που έμαθε HTML στο Notepad, όχι αστεία – και το σκηνικό της Πληροφορικής στην Ελλάδα άλλαξε από το ένα Σαββατοκύριακο στο άλλο.
Μόνο στην Ελευθεροτυπία, φίλε. Μόνο. Ο Λαμπράκης πώς θα χρεώσει «πρώτο τραπέζι πίστα» στο Μέγαρο Μουσικής σκεφτόταν ακόμη. Period.
Ακούγεται αστείο ή υπερβολικό; Δεν είναι. Οι συνδέσεις dial-up ήταν τότε κυρίως στα 28.800 (ήσουν «Θεός» αν έπιανες 33.600). Internet Explorer δεν υπήρχε τότε, το ανακάλυψε πολύ αργότερα η Microsoft το «φρούτο». Navigator γενναίος μόνο, στις… μετρημένες σε κάτι χιλιάδες σελίδες του Web 0.1b Alpha Pre-Release (το 2.0 δεν υπήρχε ούτε ως concept στο μυαλό του Tim). Το Amazon.com πουλούσε… μόνο βιβλία (ω ναι). Και… Google; Τί είναι αυτό; Altavista και «ξερό ψωμί». Και η πρώτη beta των Windows 95, των θρυλικών Chicago; «Κλεψιμέικη». Σε πολλές, πολλές δισκέτες 3.5”. Γιατί «πρέπει να το δούμε, φίλε, είναι πολύ καλύτερα από τα 3.11… αν σου κάνει το σύστημα άνω-κάτω, κάνεις format… σιγά το πράγμα».
Info στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, λοιπόν. «Παράθυρο στο μέλλον». Κι έτσι, απέκτησα κι εγώ μόνιμες στήλες, έκανα ανεξάρτητα θέματα σχεδόν κάθε Κυριακή, ξεκίνησα να «μιλάω με τις εταιρείες» (sic), να πηγαίνω στα «events» (sic x 2), να ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο για τις εκθέσεις και τις ημερίδες, να «καλύπτω την αγορά της Πληροφορικής» μόνιμα πλέον. Και η Κυριακάτικη «τσίμπησε» και κάποιες λίγες χιλιάδες φύλλα κυκλοφορίας ακόμη – και ουκ ολίγο, δικαιωματικό, πρεστίζ γιατί το μέλλον «πουλάει». Τόσο απλά.
Φυσικά το τμήμα του marketing είχε άλλη γνώμη. Επειδή οι ίδιοι οι κύριοι δεν μπορούσαν για τον οποιοδήποτε λόγο να «πουλήσουν διαφήμιση» – ας μην εξετάσουμε από πιο κοντά, ανοίγουμε πληγές ακόμη υπαρκτές – μετά από 18 μήνες το Info πέρασε στην ιστορία παρά τις προσπάθειες του Μανώλη του Χατζούδη, αρχισυντάκτη που διαδέχθηκε τον Χριστόφορο, να το κρατήσει «με νύχια και με δόντια». Excelόφυλλα, φίλε. Excelόφυλλα. Όχι ότι ο οικονομικός στον πρώτο όροφο, ο Αυγουστινιάτος, κοίταγε Excelόφυλλα, εκτυπώσεις κοιτούσε – μα αν «τα νούμερα δεν βγαίνουν»… τί χαρτί, τί οθόνη. Δεν έχει σημασία.
Γιατί όλα αυτά γράφονται με μία πίκρα μικρή (ή και όχι τόσο μικρή); Γιατί «το έργο ξαναπαίχτηκε» μερικά χρόνια αργότερα. Το 1999 η Ελευθεροτυπία αποφάσισε, του καθημερινού φύλλου αυτή τη φορά, ότι «θέλει να έχει ένα πάτημα» σε αυτήν την αγορά της τεχνολογίας – το «κραχ» των dot-coms δεν είχε ακόμη διαφανεί – και άρχισε να μελετά την κυκλοφορία νέου ενθέτου, για την Τρίτη. Εμείς οι λίγοι που μείναμε στην Ελευθεροτυπία μετά το Info, δίναμε κείμενα, πότε στο καθημερινό, πότε στο Κυριακάτικο, πότε στην Οικονομία – τα «επιχειρηματικά» που τόοοοοσο κόπτονταν οι εταιρείες να γράψουμε, σαν να είχαν καμία σημασία ουσιαστική – οπότε ο «πυρήνας» (ο Νίκος ο Μουμούρης, η Έλενα η Σπανδωνή, η Παρασκευή η Καλαμπάκα κι εγώ) υπήρχε. Ήλθαν και τρεις-τέσσερις άνθρωποι ακόμη, «δανειστήκαμε» και έναν ή δύο από το καθημερινό, και το ένθετο «Παράθυρο στο μέλλον» επιστράτευσε την… «τεχνική του φοίνικα». Ξαναγεννήθηκε από τις στάχτες του, μετονονομάστηκε σε Infotech και ξεκίνησε με την ίδια αποστολή, την ίδια συλλογιστική, τις ίδιες προθέσεις. Τις καλύτερες.
Και η Ελευθεροτυπία ανέτρεψε τα δεδομένα για άλλη μια φορά. Γιατί ενώ διάφορες άλλες εφημερίδες «την είχαν μάθει τη δουλειά» πια και είχαν πλέον καθιερώσει στήλες τεχνολογίας στις Κυριακάτικες εκδόσεις τους, η «Ε» ήταν η πρώτη με ένθετο σε καθημερινό φύλλο. Όχι, παίζουμε.
Α, ωραία. Μόλις συνειδητοποίησα ότι γράφω στην τρίτη σελίδα του Word ήδη. Για blog entry παραείναι ήδη μεγάλο, με άλλα λόγια. Σκασίλα μου. Γιατί… μην το πάρεις προσωπικά, φίλε… αλλά για μένα τα γράφω κατά βάση όλα αυτά, όχι για σένα. Δεν θα «με χαλάσει» που τα διαβάζεις, εννοείται, αλλά θέλω να βάλω τα γραμματάκια στη σειρά αυτή τη στιγμή. Καταλαβαίνεις. Θα μείνουν, το ξέρω, γιατί στο Web όλα μένουν με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, μα εγώ θέλω να τα έχω στη σειρά. Εντάξει;
Καλά το έλεγε πάντως ο Σήφης. «Δεν είναι να σου δίνουμε κεντρικό θέμα στο Infotech, ρε Φάρκωνα. Το γράφεις πάντα τόσο μεγάλο το άρθρο, που θα πρέπει να το βάλουμε σε συνέχειες».
Α, ρε Σήφη. Σωστός και πάλι απ’ ό,τι φαίνεται. Πάμε παρακάτω.
Το Infotech τα είχε όλα. Και καλό στήσιμο, και καλά θέματα, και έμπειρους συντάκτες, και καλούς συνεργάτες, και δικό του φωτογράφο, και «καλό όνομα» με τις εταιρείες… κι αυτό επίσης «έδωσε» φύλλα στο καθημερινό φύλλο της Ελευθεροτυπίας, η οποία – μαζί με όλες τις άλλες εφημερίδες – είχε ήδη αρχίσει να βλέπει την κυκλοφορία της να «πέφτει» συχνά-πυκνά κάτω από τα 50.000 φύλλα. Όλα ωραία και καλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Είχαμε ακόμη και διαφήμιση. Που στο 99% των περιπτώσεων είμαι βέβαιος ότι ερχόταν και άφηνε μόνη της τον εαυτό της στο ατελιέ και το λογιστήριο, γιατί το marketing κυνηγούσε αδιάκοπα εκείνο το ετήσιο της Hyundai.
Για κάποιο καιρό, δεν είχε σημασία. Εμείς κάναμε τη δουλειά μας σαν να υπήρχε περίπτωση Pulitzer. Ο Κώστας ο Τσαπόγας μας κυνηγούσε για τις στηλίτσες ενώ εμείς «ψάχναμε για το μεγάλο θέμα», είναι αλήθεια, όμως είχαν βγει πολλά «λαβράκια», πολλά αποκλειστικά έτσι. Εκνευρίσαμε πολλές εταιρείες (πάντα καλό αυτό), θίξαμε ουκ ολίγα συμφέροντα (ακόμη καλύτερο αυτό), φέραμε στο προσκήνιο τί κάνει η Ελληνική Φυλή με την τεχνολογία στη χώρα μας και το εξωτερικό, γενικώς… αφήσαμε αποτύπωμα στην αγορά.
Αμέ, αμέ. Δεν μπορεί, κάτι καλό θα κάναμε. Αφού το Φλεβάρη του 2000 δέχθηκα και την πρώτη μου πραγματικά σοβαρή, in the face απόπειρα δωροδοκίας. Για να… «γράψω τα καλύτερα». Ήταν τόσο πολύ in the face, που φοβάμαι ότι αν την αναφέρω «θα καρφωθώ» που λένε και τα πιτσιρίκια σήμερα. Φάκελο με πεντοχίλιαρα μισάνοιχτο, έτσι «χύμα» στο γραφείο σας, έχετε δει να σας πετούν ποτέ; Αν όχι, είναι εμπειρία. Το συνιστώ. Το όλο θέμα είναι: θα μπορέσετε να κρατήσετε αρκετή ώρα τη σοβαρότητά σας, και να μην ξεσπάσετε στα γέλια, για να συνεχίσετε την πλάκα και να κάνετε πέραν του δέοντως ρεζίλι τον δωροδοκούντα ή όχι; Και θα τον στείλετε να ψάχνει για ATM στις 11.00 τη νύχτα γιατί… ο φάκελος δεν ήταν συγκεκριμένου πάχους; Εκεί είναι η μαγκιά!
Ήταν ωραία η φάση του Infotech. Προσφέραμε ρε φίλε. Κάναμε δουλειά. Παίρναμε mail με συγχαρητήρια και τα βάζαμε σε φολντεράκι δικό τους. Οι εταιρείες μας έστελναν στην άλλη άκρη του κόσμου για να γράψουμε τρεις παραγράφους… αλλά τί παραγράφους. Σημαντικές. Στα πάρτυ από δω και από κει μας ήξεραν με το μικρό μας – έλα, μπορείς να ξεχάσεις τις γυναίκες για λίγο…; – και μας πρότειναν θέματα. Αλλά, όπως λένε και πάλι σε άθλια Σαξο-ελληνική μετάφραση, «όλα τα καλά κάποτε τελειώνουν» γιατί κάποια στιγμή… «το sales ξαναχτύπησε». Επειδή οι ίδιοι κύριοι – πάντα αναρωτιόμουν πώς ακριβώς ένα τμήμα δεν αποδίδει όπως θα μπορούσε, αλλά συνεχίζει να έχει την ίδια πάνω-κάτω σύνθεση για τόσα χρόνια – δεν μπορούσαν να «πουλήσουν διαφήμιση» για ακόμη μια φορά, το Infotech πέρασε ως ένθετο και αυτό στην ιστορία. Αδικοχαμένο, ενώ είχε πολλά, πάρα πολλά να πει και να δώσει ακόμη. Το δισέλιδο μέσα στο σώμα της εφημερίδας, που το διαδέχθηκε, ήταν φυσικά κάτι λιγότερο από σκιά του ενθέτου.
Και, κάπου εκεί, η Ελευθεροτυπία ουσιαστικά «σήκωσε τα χέρια ψηλά» με το ρεπορτάζ του κόσμου της τεχνολογίας. Από κει και πέρα όλα ήταν θέμα χρόνου, μιλώντας για μένα τουλάχιστον.
Σήμερα; Α, σήμερα. Σήμερα το Infotech είναι… η «έκπληξη της εβδομάδας». Μια στήλη που δεν έχει σταθερή μέρα εμφάνισης, δεν έχει σταθερή έκταση, γράφεται από δύο ανθρώπους μόνο. Και μόνο όταν ο ένας δεν έχει την ιερή αποστολή να διαλέγει όμορφο περιτύλιγμα για τα φάουλ του ΟΤΕ, την ανικανότητα της ΕΕΤΤ ή τα θέματα ασφαλείας του «Ελευθέριος Βενιζέλος». Νίκο, δεν θα μου άρεσε να είμαι στα παπούτσια σου και συμπάσχω, κι ας μην γίναμε ποτέ ακριβώς… κολλητοί. Και μόνο η βρωμοδουλειά που έχεις να κάνεις, όμως, αρκεί. Συμπάσχω.
Τέλειωσε και το κρασί. Damn it. Και ήταν το τελευταίο στο ψυγείο. Πάμε παρακάτω.
Η κατάντια στην οποία είχε φτάσει και βρίσκεται εδώ και καιρό η «στήλη» του Infotech ήταν από μόνη της μεγάλη απογοήτευση. Ασυζητητί. Τελευταίο όμως και καθοριστικό στάδιο της… «απεξάρτησης» που έπρεπε να υποστώ για να αποφασίσω ότι δεν έχει νόημα κανένα πλέον να γράφω για το συγκρότημα Τεγόπουλου, ήταν η στήλη της «Τεχνογωνίας» στο Έψιλον της Κυριακάτικης. Για το συγκεκριμένο δεν χρειάζεται να πω πολλά, την ξέρει αρκετός κόσμος την κατάσταση που επικρατεί στο άλλοτε καινοτομικό ένθετο που έχει «γράψει ιστορία» στον κυριακάτικο Τύπο. Όπως πολύς κόσμος ξέρει και ποιός φταίει για την κατάντια ενός εβδομαδιαίου μαγκαζίνο που δεν είδε μέρες αξιοπρέπειας από τότε που ο Κάσδαγλης παραιτήθηκε από την αρχισυνταξία του Έψιλον.
Εδώ ανοίγει αγκύλη, λοιπόν. Θα χρησιμοποιήσω το δεύτερο πρόσωπο για να απευθυνθώ όχι σε σένα, φίλε επισκέπτη ή επισκέπτρια – που σε τελική ανάλυση έχεις καταφέρει ήδη να φτάσεις τόσο μακριά στην ανάγνωση του πονήματος αυτού – αλλά στο υποκείμενο εκείνο που με τον τρόπο σκέψης και τη συμπεριφορά του έχει θυμώσει, απογοητεύσει, εξοργίσει και εν τέλει φθείρει κάθε άνθρωπο με αυτοσεβασμό στο Έψιλον. Και ώθησε κι εμένα στην τελική μου απόφαση.
Λοιπόν, άχρηστε κοντέ κομπλεξικέ. Η αγορά κι ο κόσμος είναι μικρός. Όχι τόσο μικρός όσο εσύ, αλλά μικρός. Και αν δεν «την βρεις» από μένα – γιατί έβαλες «το τελευταίο καρφί στο φέρετρο» και απλώς με αηδίασες στο βαθμό που χρειαζόταν για να «παραδώσω το πνεύμα» με την εφημερίδα – θα «την βρεις» από κάποιον άλλο στην Μίνωος, κάποιον ή κάποια που μεταχειρίστηκες άσχημα, πούλησες, ξεκατίνιασες, εκμεταλλεύτηκες, έθαψες. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό. Ποτέ.
Είναι καλό να ξέρει κανείς, άλλωστε, ότι υπάρχει Θεία Δίκη. Είναι απλώς θέμα χρόνου. Ότι θα «την βρεις», θα «την βρεις». Απλώς… να. Καλά θα ήταν να ήμουν εγώ αυτός που θα «πάρει το αίμα» όλων των ανθρώπων που αδίκησες, πίσω. Ξέρεις. Θα είχε πλάκα – όχι για σένα, μα δεν είναι αυτό το ζητούμενο.
Αυτά για σένα. Κλείνει η αγκύλη. Όσο για μένα; Α, εγώ. Ναι… ξέχασα ότι στα blogs, που θεωρούνται «νέα δημοσιογραφία», μιλάς στον ενικό σαν να είσαι μόνος σου μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου. Εγώ, λοιπόν, σήμερα μάζεψα το γραφείο μου στην Ελευθεροτυπία. Μετά από 15 χρόνια καριέρας, μετά από ξενύχτι, ιδρώτα, δάκρυ – και όχι μόνο από τις πολλές ώρες μπροστά στα monitor… – μάζεψα το γραφείο μου στην Ελευθεροτυπία και φεύγω γιατί δεν έχει πια νόημα. Δεν υπάρχει τίποτε εδώ για μένα. Απολύτως τίποτε.
Τί θα κάνω; Ανέλαβα τη θέση του διευθυντή ανάπτυξης του συγκροτήματος Λυμπέρη για το Internet. Καινούργια πράγματα, φίλε, αισιόδοξα. Ναι, θα πρέπει να «φέρω μαρούλι» για να αποδείξω την αξία μου, αλλά τουλάχιστον θα έχω την ευκαιρία να το κάνω. Στο συγκρότημα Τεγόπουλου άλλοι δεν είχαν αξία κι άλλοι την πλήρωναν. Και την πληρώνουν. Νισάφι μ’ αυτήν την φάση πια. Νισάφι.
Δεν θα ξεχάσω, όμως. Δεν θα ξεχάσω. Πώς θα μπορούσα; Δεκαπέντε χρόνια. Τόσες στιγμές. Δεν θα ξεχάσω το πρώτο ξενύχτι για να προλάβουμε το πιεστήριο, το 1995, για το πρώτο μεγάλο εορταστικό αφιέρωμα του Info. Ξενύχτι με κούραση και πίεση, αλλά με πλάκα και πείσμα. Δεν θα ξεχάσω το Δημήτρη το Χάρισμα, το Σπύρο το Νακόπουλο και την Ελένη την Κουκή, τρεις ανθρώπους που «έφυγαν νωρίς» απ’ τη ζωή το μοιραίο βράδυ των πρώτων «γενεθλίων» του Info και άφησαν δάκρυα και ραγισμένα βλέμματα στο πρόσωπο μιας ομάδας δεμένης. Δεν θα ξεχάσω τα πρώτα μου «κονταροχτυπήματα» με τις πολυεθνικές, που δεν μποορούσαν ν’ αποδεχθούν ότι ένας… πιτσιρίκος έγραφε έτσι για τα φάουλ τους. Δεν θα ξεχάσω πολλά, πάρα πολλά. Όμορφα και άσχημα, είναι όλα δικές μου θύμησες, πράγματα που έδωσαν υφή και χρώμα σε αυτό που είμαι σήμερα. Όχι. Δεν θα ξεχάσω.
Και αυτή είναι η μικρή ιστορία που ήθελα να πω. Η δική μου που τελειώνει σήμερα και, παράλληλα, της Ελευθεροτυπίας των τελευταίων 15 ετών, μίας εκ των σημαντικότερων εφημερίδων της χώρας, και της σχέσης της με έναν τομέα καθοριστικό για το μέλλον. Τον τομέα της τεχνολογίας που η εφημερίδα ποτέ δεν «αφομοίωσε στο DNA της» – μπορεί να το δει κανείς και στις καθημερινές της διαδικασίες – ποτέ δεν πίστεψε (πόσα ένθετα έπρεπε να «ανοίξουν και να κλείσουν» για να καταλάβει ο τέταρτος όροφος ότι δεν πουλάς διαφήμιση στις εταιρείες τεχνολογίας με τον ίδιο τρόπο που πουλάς στις αντιπροσωπείες αυτοκινήτων και τις φαρμακευτικές;) και τελικά ποτέ δεν στήριξε. Τόσο απλά.
Η ιστορία βέβαια δεν ήταν τόσο μικρή ή, τουλάχιστον, όχι τόσο μικρή όσο φαίνεται. Από την άλλη, δεν είναι και τόσο μεγάλη όσο η αιωνιότητα (επτά σελίδες Word… «τί να λέει»). Δεκαπέντε χρονάκια μόνο, συνεπτυγμένα σε λεξούλες στη σειρά. Τα κλείνω σε αυτό το blog entry, σαν ένα καράβι μικρό μέσα σε γυάλινο μπουκάλι. Οι «αραχνούλες» του Google θα περάσουν σε λίγο καιρό από δω, θα «σαρώσουν», θα «γράψουν» τα keywords στην απέραντη φάρμα από servers στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και – με λίγη τύχη και τον Ερμή ανάδρομο – σε μία αναζήτηση για το Info ή το Infotech της Ελευθεροτυπίας, από οποιονδήποτε Έλληνα, θα εμφανιστεί στην όγδοη σελίδα των αποτελεσμάτων αυτό το blog entry.
Θα το δει κανείς; Μπορεί, μπορεί και όχι. Έχει σημασία; Όχι. Γιατί, όπως σου είπα και πριν, φίλε, μην το πάρεις στραβά αλλά… δεν έχει σημασία. Δεν τα έγραψα για σένα. Τα έγραψα για μένα.
Αντίο, Ελευθεροτυπία. Αντίο.