Πριν από μερικές ώρες τελείωσα την ανάγνωση του Orb, Sceptre, Throne του Cameron Esslemont, ενός εκ των δύο δημιουργών του κόσμου της Malazan Empire. Σε αντίθεση με τον συνεργάτη και φίλο του Steven Erikson, που έχει εκδώσει 10 βιβλία και τρεις νουβέλες με θέμα τρία βασικά plotlines του κόσμου αυτού, το νέο βιβλίο του Esslemont είναι μόλις το τέταρτό του (και το πρώτο είχε το μέγεθος νουβέλας ουσιαστικά). Είναι, με άλλα λόγια, ένας συγγραφέας που – έστω κι αν έχει ξεκάθαρο στο μυαλό του τί θέλει να γράψει, αφού τον κόσμο των Malaz μαζί με τον Erikson τον δημιούργησαν – είναι ακόμη στη διαδικασία εκείνη κατά την οποία “πλάθει” το στυλ του. Βρίσκει τη φωνή του, όπως λέμε λογοτεχνικά.
Ακόμη και με αυτό ως δεδομένο, ωστόσο, το Orb, Sceptre, Throne είναι πάρα πολύ καλό. Δικαίως, θα πρέπει να θεωρηθεί η αρτιότερη δουλειά του Esslemont μέχρι στιγμής.
Για όσους και όσες έχουν διαβάσει τα βιβλία του Erikson και όχι του Esslemont, αυτό είναι ίσως το βιβλίο του δεύτερου που έχει περισσότερο “τον αέρα” αυτών του πρώτου. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι συναντάμε χαρακτήρες που είχαμε γνωρίσει σε αυτά, ούτε ο παρόμοιος τρόπος με τον οποίο ο Esslemont χειρίζεται τρία παράλληλα σεναριακά νήματα. Είναι η όλη ατμόσφαιρα, οι εσωτερικοί διάλογοι των προσώπων, ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας συνδυάζει και εμπλέκει κίνητρα και συνθήκες ώστε αυτά να οδηγήσουν σε μία μεγάλη σύγκλιση δυνάμεων και την αναπόφευκτη σύγκρουση.
Ο Esslemont έχει “δανειστεί” ακόμη και χαρακτηριστικά στοιχεία βιβλίων του Erikson όπως το… βρετανικό dry humour, τα πρόσωπα-γελωτοποιούς, τον “από το πουθενά” παράγοντα που κανείς δεν περίμενε να επηρεάσει την έκβαση των συμβάντων, τις μυστηριώδεις αναφορές που απαντούν σε μερικά ερωτήματα και γεννούν καινούργια. Ακόμη και η αγάπη του Erikson για το τραγικό και η συνήθειά του να σκοτώνει κάποιον από τους σημαντικούς χαρακτήρες του βιβλίου, “έχουν περάσει” στο Orb, Sceptre, Throne. Ευτυχώς όχι ως κακέκτυπα.
Γενικές πληροφορίες για το πώς αυτό το βιβλίο συνδέεται με τον κόσμο του Malaz μπορεί να βρει κανείς εδώ – προσωπικά αρκεί να υπογραμμίσω ότι ακόμη και σε όσους δεν άρεσαν τα δύο προηγούμενα βιβλία του Esslemont (τo Return of the Crimson Guard και το Stonewielder) αυτό θα αρέσει. Αν μη τί άλλο επειδή διευθετεί μερικά από τα loose ends που άφησε η δεκαλογία του Erikson (όχι ότι δεν υπάρχουν κι άλλα φυσικά) και επειδή το κάνει με τρόπο που προσφέρει στον αναγνώστη, με την τελευταία του σελίδα, μία αίσθηση ολοκλήρωσης (κι όχι… cliffhanger αναμονής). Το ενδιαφέρον για το επόμενο βιβλίο του Esslemont, λοιπόν αυξημένο!