Ούτε ένα, ούτε δύο, ούτε εικοσιδύο. Εικοσιοκτώ βιβλία διάβασα μέσα στο 2007 και, χωρίς ίχνος υπερβολής, κανένα δεν μου προξένησε τη γκάμα των συναισθημάτων που βίωσα με το Reaper’s Gale του Steven Erikson. Ανυπόφορη, μαρτυρική ανυπομονησία πριν την κυκλοφορία του (κυριολεκτικά και καθόλου μεταφορικά μετρούσα τις μέρες). Δίψα ασίγαστη και περιφρόνηση για… όλα τα Γήινα και βαρετά καθώς το διάβαζα. Και μία πικρή απογοήτευση τελειώνοντας την ανάγνωση των 900 σελίδων, τόσο γιατί δεν ήταν αυτό που ήλπιζα, όσο και γιατί ήταν “ένα κλικ πιο κάτω” από κάθε άλλο βιβλίο της σειράς των The Malazan Book of the Fallen.
Από τα σύνεφα στα τάρταρα σε τέσσερις μέρες… και αυτόν τον καιρό βιώνω ακριβώς το ίδιο. Ανυπομονησία στα όρια του νευρωσισμού για την κυκλοφορία του Toll The Hounds, του επόμενου βιβλίου της σειράς, μετρώντας τις ημέρες μέχρι την 1η Ιουλίου. Και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, λόγω της περσινής απογοήτευσης – που δεν άλλαξε σε μεγάλο βαθμό η δεύτερη ανάγνωση του Reaper’s Gale – υπάρχει πια και η μικρή φοβία ότι το όγδοο αυτό βιβλίο δεν θα θυμίζει τα απίστευτα πέντε πρώτα της σειράς, αλλά το έβδομο. Υπάρχει ωστόσο, και η ελπίδα ότι ο… κύκλος των συναισθημάτων που ανοίγει με τον ίδιο τρόπο, φέτος θα κλείσει αλλιώς.
Όποιος φίλος ή φίλη έχει ασχοληθεί με τα Malazan Books of the Fallen, γνωρίζει ήδη σε τί αναφέρομαι. Για κάθε άλλο ενδιαφερόμενο ή ενδιαφερόμενη, αξίζει μία μικρή “επί τροχάδην” αναφορά, για να τεθούν τα πράγματα σε κατανοητό πλαίσιο. Η σειρά αυτή των βιβλίων είναι ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει αυτή τη στιγμή η λογοτεχνία του φανταστικού, bar none. Είναι ένα ασύλληπτα ευρύ, περίπλοκο, βαθύ, πολυδιάσταστο, συναρπαστικό έπος, το οποίο έχει απλώς αναπροσδιορίσει τί μπορεί να περιμένει κανείς από την κατηγορία του fantasy ή high fantasy σήμερα. Είναι, δε, τόσο εμπνευσμένη και σε πολλά στοιχεία της τόσο “μπροστά”, που – έρχεται, έρχεται η βλάσφημη δήλωση – το The Lord of the Rings φαντάζει μπροστά της… ρηχό. Ω, ναι.
Δεν έχει νόημα να αναλύσει κανείς σε δύο ή τρεις παραγράφους τα concept, τους χαρακτήρες, τις τοποθεσίες, τα σεναριακά νήματα και κάθε τί άλλο που καθιστά το έργο των Steven Erikson και Cameron Esslemont (συγγραφέων που έχουν δημιουργήσει τον κόσμο των Malazan από κοινού) απλώς μοναδικό. Θα έπρεπε να γραφεί βιβλίο για τα βιβλία. Αλλά ας το θέσουμε έτσι: το Reaper’s Gale το διάβασα την ίδια χρονιά που πέρασαν από τα χέρια μου αριστουργήματα όπως η τριλογία του Warrior Prophet του R.Scott Baker, τα Stardust και Anansi Boys του Neil Gaiman, το The God Delusion του Richard Dawkins… και πάλι, με το “ένα κλικ χαμηλότερα” δεδομένο, το Reaper’s Gale ξεχώρισε.
Για να θέσει, άλλωστε, σε ακόμη σαφέστερο πλαίσιο κανείς το επίπεδο των The Malazan Book of the Fallen, μπορεί να πει το εξής παράτολομο αλλά πέρα για πέρα αληθινό για το… “όχι και τόσο super” Reaper’s Gale: έκανε ακόμη και πραγματικά καλά βιβλία, που δεν περιφρονεί κανείς σε καμία περίπτωση, όπως τις δύο τριλογίες της Trudi Cavanan (τα Black Magician και The Age of Five), την τριλογία των His Dark Materials του Philip Pullman, τα Innocent Mage και Awakened Mage της Karen Miller, το End Game του Andy Secombe και τον τελευταίο Potter της Rowling, να μοιάζουν… μέτρια. Τόσο απλά.
Και τώρα… ταπ-ταπ-ταπ-ταπ. Τα δάχτυλα χτυπούν στο πληκτρολόγιο, για να μην χτυπούν χωρίς σκοπό στο γραφείο κοιτώντας τον απέναντι τοίχο. Όχι, αλήθεια.
Ευτυχώς, οι δύο συγγραφείς έχουν διαμορφώσει το έργο τους έτσι, ώστε να έχουμε να περιμένουμε κάτι είτε από τον ένα είτε από τον άλλο σε τακτά διαστήματα. Φέτος συνέπεσαν, βέβαια. Το The Return of the Crimson Guard του Esslemont δεν μπορούσα να περιμένω μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου για να το αποκτήσω σε paperback, το αγόρασα λοιπόν στην hardcover, διπλή, πανάκριβη, numbered, συλλεκτική έκδοση που κυκλοφόρησε το Μάιο – και δεν το μετάνοιωσα στιγμή καθώς, αν και όχι κορυφαίο, ήταν ένα πάρα, πάρα πολύ καλό βιβλίο (και με θέμα το… αγαπημένο μου θέμα, πως θα μπορούσε να μην ήταν…;).
Και έτσι… φτάνουμε στην παρούσα κατάσταση της δυσβάσταχτης αναμονής. Είμαι ήδη στη δεύτερη ανάγνωσή του, έχοντας κάνει ένα διάλλειμα δέκα ημερών διαβάζοντας το προηγούμενο βιβλίο του Esslemont και επιλεγμένα chapters από τα τελευταία τέσσερα βιβλία του Erikson – για να “μείνω στο κλίμα” όσο το δυνατόν περισσότερο μέχρι να έλθει στα χέρια μου το Toll the Hounds, φυσικά. Έτσι είναι τα πραγματικά πάθη. Ή τα αφήνεις να σε παρασέρνουν εντελώς, είτε όχι!
Μεγάλο ενδιαφέρον, έχει, δε, πώς μπορεί να συνδυάσει κανείς τα πάθη του αν έχει διάθεση και χρόνο (ο δεύτερος είναι πάντα το πρόβλημα φυσικά). Για παράδειγμα: πόσες φορές έχω προσπαθήσει να φανταστώ πώς θα ήταν ένα fighting game α λα Soul Calibur με τους απίστευτους χαρακτήρες των The Malazan Book of the Fallen…; Αμέτρητες. Αυτό, φυσικά, δεν μπορώ να το έχω. Και δεν ξέρω αν θέλω κιόλας, με τα απαράδεκτα φάουλ που έχει κάνει η Namco τελευταία – θα προσέθετε στο σκηνικό των Malazan και τον David Copperfield σε ρόλο “μάγου”, τον Iron Man σε ρόλο σιδερόφρακτου ιππότη και τη Madonna ως unlockable χαρακτήρα με μεταλιζέ κολάν, έτσι, για “υψηλότερες πωλήσεις”…
Μπορώ όμως να κάνω κάτι άλλο. Κι ας απαιτεί πείσμα και χρόνο, έστω κι αν δεν είναι προφανώς το ίδιο με το να είχε αναπτυχθεί αυτόνομος τίτλος με τις “ευλογίες” των Erikson και Esslemont. Μπορώ να χρησιμοποιήσω τη λειτουργία Create-Α-Soul του Soul Calibur IV για να δημιουργήσω μερικούς τουλάχιστον από τους αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες του κόσμου των βιβλίων. Κάποιοι από αυτούς διαμορφώνονται εύκολα κατά τα πρότυπα συνηθισμένων σε games πολεμιστών (ninja, samurai, barbarian, scout, assassin, soldier κλπ.) ενώ για κάποιους άλλους θα είναι κατά πολύ δυσκολότερο, αλλά η Namco έχει υποσχεθεί στο SCIV μεγαλύτερη ευελιξία και ποικιλία στις λειτουργίες του Create-A-Soul απ’ ότι στην αντίστοιχη επιλογή του SCIII.
Για πρώτη ίσως φορά, και λόγω high definition στα γραφικά και λόγω τοπικού αποθηκευτικού μέσου κλπ υπάρχει πλέον μεγάλη πιθανότητα να πλησιάσει κανείς πολύ κοντά στο πώς οι Erikson και Esslemont φαντάστηκαν τους χαρακτήρες αυτούς εξ αρχής. Τα σετ των κινήσεών τους βέβαια θα έχουν, αναγκαστικά, πολλές ομοιότητες, αλλά δεν μπορεί να τα έχει κανείς όλα (αν δεν έχει πρώτα πολλά, μα πάρα πολλά εκατομμύρια δολάρια για να “παραγγείλει” από τη Namco ένα fighting game όπως το θέλει).
Το πραγματικό ερώτημα, ωστόσο, είναι το εξής: θα έχει προνοήσει η ιαπωνική εταιρεία ώστε να είναι εφικτό να στείλει κανείς αυτούς τους χαρακτήρες σε άλλους χρήστες, μέσω του PlayStation Network; Και θα είναι σε θέση κανείς να συλλάβει στιγμιότυπα ή και video μέσα από το Soul Calibur IV, όπως είχε υποσχεθεί η Sony μέσω των εργαλείων του YouTube; Αν η απάντηση και στα δύο είναι θετική… there goes this year’s holiday for me. Αφού είπαμε. Τα πάθη δεν είναι πάθη αν είναι… ελεγχόμενα! Σωστά;