Άνθρωπος που δεν πιστεύει σε κανενός είδους “Θεό”, “ανώτερο ον”, “αυτό το κάτι το άγνωστο” κλπ. είναι… μάλλον δύσκολο να αισθανθεί πως διαπράττει “ιεροσυλία”. Για την ακρίβεια, είναι πρακτικά αδύνατο. Δυσκολεύομαι όμως να σκεφτώ λέξη που να περιγράφει καλύτερα αυτό που αισθάνομαι ότι διέπραξα χθες. Αυτό που κατά βάση αισθανόμουν τόσο όταν συνειδητοποίησα πως πρέπει να το κάνω, όσο και την ώρα που το έκανα και, προφανώς, μετά. Απλώς ιεροσυλία.
Το άλλο που αισθάνομαι είναι… μοναξιά, καθώς πρέπει να είναι πέντε ή δέκα το πολύ οι άνθρωποι που ξέρω, οι οποίοι θα καταλάβαιναν γιατί ήταν ιεροσυλία αυτό που επέλεξα να κάνω. Λίγοι, πολύ λίγοι. Γεγονός που θα έπρεπε να κάνει τη… ντροπή περισσότερο υποφερτή, από μία οπτική γωνία, αλλά παραδόξως δεν βοηθά.
Για να το βάλω στη σειρά με λέξεις, λοιπόν. Χθες πέταξα στα σκουπίδια – τουλάχιστον τα προς ανακύκλωση – τη συλλογή μου με τα τεύχη του Edge. Πρόκειται για το κορυφαίο – ακόμη και σήμερα, παρά την ευρέως αποδεκτή αλλοτρίωσή του από το 2001 και μετά – περιοδικό για το gaming culture, σύμφωνα με τον δικό του αγαπημένο χαρακτηρισμό. Μία έκδοση που καλύπτει από το 1993 μέχρι σήμερα το χώρο της αλληλεπιδραστικής διασκέδασης με τρόπο ανατρεπτικό και παθιασμένο, συνάμα χειρουργικά ακριβή και φλεγματικά ψύχραιμο, όπως καμία άλλη πηγή πληροφόρησης δεν κάνει. Αυστηρό στα reviews του, καυστικό στο σχολιασμό του, πρωτότυπο στα αφιερώματά του και – κυρίως – μοναδικό στον τρόπο με τον οποίο επεδίωξε να εντάξει το gaming στην γενικότερη ψηφιακή κουλτούρα της δεκαετίας του 90, το Edge “έχτισε” ένα όνομα με “ειδικό βάρος” και απέκτησε την ιδιότητα του authority στο χώρο του.
Δεν είχα στην κατοχή μου όλα τα τεύχη του Edge. Το είχα “ανακαλύψει” το δεύτερο χρόνο της κυκλοφορίας του, όταν είδα τον Αύγουστο του 1994 στο βιβλιοπωλείο Παπασωτηρίου – ναι, ένα υπήρχε τότε – το εξώφυλλο με την αποκάλυψη του αρχικού PlayStation. Το αγόρασα επιτόπου, κι ας είχα σταματήσει να αγοράζω περιοδικά τύπου π.χ. Computer and Video Games πάρα πολύ καιρό πριν. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν και η σωστή: δεν ήταν ένα περιοδικό gaming για… “παιδιά”. Ήταν… “για μεγάλους”, με ό,τι αυτό συνεπάγεται: φροντισμένη, πλούσια γλώσσα έκφρασης και χιούμορ που “κλείνει το μάτι” υποννοώντας πιο πολλά απ’ όσα φανερώνει. Το λάτρεψα από το πρώτο εκείνο τεύχος.
Από τον Αύγουστο εκείνο του 1994 και έως τον Μάρτιο του 2007 έχασα μόνο τρία τεύχη. Και τα τρία εκείνα είχα φροντίσει, μερικούς μήνες αργότερα, να τα βρω από το back ordering της Future και να τα αγοράσω ξεχωριστά, μόνο και μόνο για να μην υπάρχει αυτό το κενό στη σειρά των ετών που συμπλήρωνα. Και τί δεν έχω να αναπολώ από την τόλμη του art director του συγκεκριμένου περιοδικού, που είχε την τάση να δοκιμάζει συχνά-πυκνά “περίεργα” εξώφυλλα και συσκευασίες, χαρακτηριστικές του όλου ύφους του Edge. Και τί δεν έχω να θυμάμαι από τους συγγραφείς των μόνιμων στηλών του, που είχαν κατά καιρούς γράψει απίθανα κομμάτια, που κάθε δημοσιογράφος του χώρου θα ζήλευε. Και τί δεν έχω να ανακαλώ από τα εκκεντρικά του αφιερώματα και τις πρωτότυπες προσεγγίσεις του στις τάσεις και τα τεκταινόμενα του gaming. Σε μια εποχή που σχεδόν όλος ο υπόλοιπος Τύπος για την ηλεκτρονική διασκέδαση στο εξωτερικό (στην Ελλάδα ούτε λόγος να γίνεται…) φαινόταν να καλύπτει αυτή τη μορφή ψυχαγωγίας ερασιτεχνικά, παιδιάστικα έως αδιάφορα, το Edge κινούνταν σε τελείως διαφορετικό επίπεδο. Τα… “ευαγγέλια” και οι “Βίβλοι” μακριά από μένα, αν όμως ένα περιοδικό διεκδικούσε ποτέ εννοιολογικά αντίστοιχο χαρακτηρισμό, θα ήταν αυτό.
Και χθες, μετά από μέρες σκέψης και… συζήτησης με τον εαυτό μου, πέταξα όλη μου τη συλλογή των Edge στα σκουπίδια. Δεν έχω πια χώρο γι’ αυτά στο σπίτι μου, όσο κι αν ήθελα να τα κρατήσω. Δεν έχω πια χρήση γι’ αυτά ως υλικό αναφοράς, γιατί η αγορά της οποίας άπτονταν αυτά τα περιοδικά αυτά έχει πια αλλάξει σε απίστευτο βαθμό. Δεν με ενδιέφερε να μπω στη διαδικασία “να τα βγάλω στο e-bay”, όσο κι αν αυτό ίσως είχε νόημα. Και δεν μπορώ να ελπίζω ότι η ύλη αυτών των περιοδικών θα δημοσιευθεί στο Δίκτυο κάποια στιγμή από την παρούσα online εκδοχή του Edge, η οποία έχει εντελώς διαφορετική συλλογιστική. Η απόφαση ήταν, λοιπόν, του… οριστικού και αμετάκλητου είδους, γι’ αυτό και τόσο οδυνηρή.
Ομολογώ ότι υπήρχε μία περίοδος που αισθανόμουν ότι το είχα “ξεπεράσει” το Edge, υπό την έννοια ότι κανένα από τα άρθρα του δεν με συνάρπαζε ή εξέπλησσε πια. Το Web είχε άμεση σχέση με το αίσθημα αυτό, φυσικά – όπως και το γεγονός ότι ένας δημοσιογράφος 35 χρόνων αναπόφευκτα κάποια στιγμή γίνεται κυνικός, κουράζεται από την υπεροπτική στάση μιας αυθεντίας και γυρίζει την πλάτη επιδεικτικά. Τώρα, όμως, αισθάνομαι τύψεις που παρέδωσα το μελάνι τόσων χιλιάδων ωρών κόπου κάποιων ανθρώπων, στην πρέσσα της ανακύκλωσης. Δεκατέσσερα χρόνια εξέλιξης του gaming, πάνω από 150 τεύχη ιστορίας, είναι αυτή τη στιγμή πολτός που σε μερικούς μήνες μπορεί να φιλοξενήσει τις τελευταίες φωτογραφίες της Τζούλιας Αλεξανδράτου να τσιρίζει ημίγυμνη μπροστά σ’ ένα μικρόφωνο. Ή κάτι ακόμη χειρότερο, ενδεχομένως.
Όπως είπα, ιεροσυλία. Εξ ου και οι τύψεις. Εξ ου και αυτό το post.
<E>1984-2007</E>