Καλή χρονιά το 2012 για games δεν ήταν ιδιαίτερα, για ταινίες δεν ήταν καθόλου… για βιβλία, ωστόσο, προσωπικά δεν μπορώ να έχω παράπονο: μέσα σε μόλις 12 μήνες είχα την ευκαιρία να χαρώ όχι ένα, όχι δύο, αλλά τρία βιβλία από τον κόσμο των Malazan που δημιούργησε ο Steven Erikson και ο Cameron Esslemont, κόσμο που υπεραγαπώ και θεωρώ ανώτερο σε όλα από τον αντίστοιχο οποιασδήποτε άλλης λογοτεχνικής δημιουργίας στην κατηγορία fantasy/high fantasy. Ναι, ανώτερο και από αυτόν των The Lord of the Rings ή Game of Thrones. Συν τοις άλλοις “ανακάλυψα” μία σειρά που μού είχε ξεφύγει, αποφάσισα να αφήσω πίσω μου οριστικά μία άλλη και “έκανα διαλείμματα” από την κατηγορία του fantasy με πολύ καλά δείγματα science fiction και… απλού fiction. Καθόλου άσχημα.
Συγκεκριμένα, λοιπόν: βασισμένα στον κόσμο των Malazan φέτος κυκλοφόρησε δύο βιβλία ο Cameron Esslemont και ένα ο Steven Erikson. Από αυτά καλύτερο είναι βέβαια, ως εμπειρότερου, αυτό του δεύτερου, το Forge of Darkness. Το συγκεκριμένο “ανοίγει” καινούργια τριλογία η οποία έχει άμεση σχέση με τα όσα ο αναγνώστης της δεκαλογίας των Books of the Fallen ήδη γνωρίζει, προηγείται χρονικά από αυτά, αλλά μπαίνει σε πολύ μεγαλύτερη λεπτομέρεια όσον αφορά στα πώς και τα γιατί. Το Forge of Darkness δεν είναι τόσο “θεαματικό” με την έννοια π.χ. των εντυπωσιακών μαχών, καθώς “στήνει” το υπόβαθρο και τους χαρακτήρες για τα επόμενα δύο βιβλία. Είναι όμως καλογραμμένο, ατμοσφαιρικό και γενικώς ό,τι περιμένει κανείς από έναν συγγραφέα τόσο ταλαντούχο όσο ο Steven Erikson.
Είχα άλλωστε την ευκαιρία να θυμηθώ ακριβώς πόσο ταλαντούχος είναι ο Καναδός διαβάζοντας για δεύτερη φορά – καθώς περίμενα το Forge of Darkness – τη συλλογή από τις τρεις νουβέλες που έχει δημοσιεύσει ως τώρα με τις περιπέτειες των Bauchelain και Korbal Broach, ενός από τα πλέον επιτυχημένα “δίδυμα” που έχω συναντήσει ποτέ στη λογοτεχνία. Η καλύτερη από τις τρεις νουβέλες παραμένει το Blood Follows, αλλά και τα The Healthy Dead και Τhe Lees of Laughter’s End είναι το ίδιο ποιοτικές και σίγουρα must για το κοινό του Erikson. Εννοείται πως μετά από αυτά, δεν μπορούσα να μην διαβάσω και την καινούργια, ενδιαφέρουσα (αλλά όχι ξεχωριστή) τέταρτη νουβέλα του, το The Wurms of Blearmouth. Ελαφρώς περισσότερο… φιλοσοφικό απ’ όσο θα έπρεπε για βιβλίο του είδους, μια ανάγνωση πάντως την αξίζει.
Τα άλλα δύο βιβλία, του Cameron Esslemont, ποιοτικά βρίσκονται “ένα κλικ πιο κάτω”. Είναι άλλωστε μόλις το 4ο και 5ο βιβλίο του συγκεκριμένου συγγραφέα. Όμως δεν παύουν να φέρνουν στο φως λεπτομέρειες και απαντήσεις για πολλά πράγματα σχετικά με τον κόσμο των Malazan και, ε, ακόμη και γι’ αυτό και μόνο δεν υπάρχει περίπτωση να μην τα απολαύσει ο αναγνώστης των 10 βιβλίων του Erikson. Και τα δύο αυτά βιβλία του Esslemont – τα Orb, Sceptre, Throne και Blood and Bone – έχουν αδυναμίες. Ο συγκεκριμένος συγγραφέας ωστόσο “αποκτά δική του φωνή” από βιβλίο σε βιβλίο και δικαίως περιμένουν πολλά οι φίλοι των Malazan απ’ αυτόν. Μας “χρωστά” άλλωστε άλλο ένα βιβλίο που ολοκληρώνει τα δύο αυτά που κυκλοφόρησαν φέτος, καθώς και μία νέα τριλογία με σχετική θεματολογία. Μέσα στο 2013 δεν φαίνεται πιθανό να έχουμε κάτι νέο από αυτόν, αλλά… ίδωμεν.
H “ανακάλυψη” για φέτος δεν ήταν άλλη από τα Kingkiller Chronicles του Patrick Rothfuss, που μέχρι στιγμής αποτελούνται από δύο βιβλία, το The Name of the Wind και το The Wise Man’s Fear. Και τα δύο είναι εξαιρετικά: κάτι σαν Harry Potter αλλά για ενηλίκους, πολύ πιο σκοτεινά, ωμά, αιματηρά και συναρπαστικά. Ο βασικός χαρακτήρας και των δύο, ο Kvothe, είναι από τους πλέον πολύπλευρους κι ενδιαφέροντες έχω συναντήσει την τελευταία δεκαετία στην κατηγορία του fantasy, ενώ το backstory είναι αρκούντως περίπλοκο κι αποκαλύπτεται σταδιακά κι αριστοτεχνικά. Απόλαυσα την ανάγνωση και των δύο, τόσο την πρώτη όσον και τη δεύτερη φορά, και περιμένω ανυπόμονα το τρίτο βιβλίο. Ανυπόμονα όμως. Rothfuss, μην αργείς και όλα τα σχετικά!
Δεν αγαπώ μόνο την κατηγορία fantasy/high fantasy, αλλά εξίσου την αντίστοιχη fiction/science fiction – φέτος ωστόσο ανάμικτα συναισθήματα από αυτήν. Από τη μία πλευρά διάβασα το God’s War της Kameron Hurley, το οποίο και ενδιαφέρον ήταν όσον αφορά στα βασικά του concepts, και πολύχρωμο σε εικόνες και χαρακτήρες, και γενικώς προσεγμένο όσον αφορά στο ρυθμό και την πλοκή του. Από την άλλη πλευρά διάβασα το The Third Section του Jasper Kent και θυμήθηκα για ποιό λόγο το 95% των συγγραφέων που σχεδιάζουν ένα έργο ώστε αυτό να επεκταθεί σώνει και καλά σε τριλογία, συνήθως αποτυγχάνει. Ενώ τα Twelve και Thirteen Years Later που προηγήθηκαν ήταν από ΟΚ έως καλά – όχι αριστουργήματα πρωτοτυπίας αλλά τουλάχιστον καλογραμμένα – το The Third Section είναι μια διεκπεραιτωτική τυπικούρα που αληθινά δεν αξίζει να διαβαστεί.
Δεν διάβασα μόνο fantasy ή fiction… αν και το αντίθετο δεν θα ήταν καθόλου κακό για τη συγκεκριμένη χρονιά που πέρασε. Το The Prisoner of Heaven του Carlos Ruiz Zafon δεν ήταν ιδιαίτερα καλό – για την ακρίβεια ήταν τόσες κλάσεις κατώτερο από τα The Shadow of the Wind και The Angel’s Game, που δεν με βλέπω να επιστρέφω σε τίποτε δικό του (νομίζω θα υπάρξει και τέταρτο βιβλίο-συνέχεια αυτών… αλλά δεν). Διάβασα για πρώτη φορά, ωστόσο, τo… Shogun (!). Ναι, ναι, εκείνο το μυθιστόρημα του James Clavell που στήριξε την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά με τον Richard Chamberlain, την οποία παρακολουθούσαμε στην ΕΡΤ (ή ΥΕΝΕΔ;) πριν από 30κάτι χρόνια. Φυσικά καμία σχέση με τη σειρά: ήταν ένα πάρα πολύ καλό βιβλίο, ύμνος στα θετικά των Ιαπώνων κι εφαλτήριο για σκέψεις πολλές.
Η φετινή έκπληξη, ωστόσο, για μένα όσον αφορά στα βιβλία φαντασίας γενικώς – αν και πρακτικά δεν έχει ιδιαίτερα εξωπραγματικά στοιχεία, απλώς η υπόθεσή του δεν συνέβη ποτέ – ήταν το The Five του Robert McCammon. Λεπτομερές αλλά όχι κουραστικό, γλαφυρό αλλά όχι σαλτσοειδές, πολύ προσωπικό και εντυπωσιακά φιλοσοφικό ταυτόχρονα σε περιπτώσεις, το The Five ήταν κοφτερό, ζυγισμένο, λαμπερό και μυστικό όπως μια katana στη θήκη της. Την περιεργάζεσαι, τη θαυμάζεις, την αγγίζεις προσεκτικά… κι όμως θα κοπείς χωρίς να καταλάβεις πώς: απαλά, διακριτικά και… καθόλου επιδερμικά. Όσοι και όσες αγαπούν τη μουσική ροκ και την σκηνή της γενικότερα, έχουν ένα λόγο παραπάνω να το διαβάσουν.
Τις ημέρες που τελείωνε αυτή η παράγραφος, τελείωνα και εγώ το 11.22.63 του Stephen King. Τον συγγραφέα αυτόν τον έχω εξίσου αγαπήσει και μισήσει: από τα 15 ως τα 29 μου το πρώτο, στη συνέχεια το δεύτερο, όταν συνειδητοποίησα ότι ο τύπος ναι μεν είναι ταλαντούχος, αλλά είναι hamburger writer, δηλαδή παράγει βιομηχανοποιημένες επιτυχίες χρησιμοποιώντας συνεχώς τα ίδια μοτίβα, στυλ χαρακτήρων και προσεγγίσεις στην πλοκή. Τον είχα σιχαθεί και – πέρα από την μελέτη του On Writing – δεν είχα διαβάσει τίποτε δικό του από την εποχή που ολοκλήρωσε τη σειρά των Dark Tower. Ε, διάβασα τόσες καλές κριτικές για το 11.22.63 που είπα να κάνω μία εξαίρεση, ελπίζοντας να δω κάποια αλλαγή.
Δεν το έχω τελειώσει το βιβλίο ακόμη, αλλά με βάση τα όσα έχω ως τώρα διαβάσει, έκανα λάθος: άλλη μία γαμημένη αμερικανιά του κερατά, με τα ίδια κλισέ, την ίδια μυωπική ματιά σε λεπτομέρειες, φοβίες και κόμπλεξ που αφορούν μόνο το κοινό των ΗΠΑ, εν τέλει την ίδια άνοστη γεύση. Η ιδέα του εναλλακτικού παρελθόντος και του ταξιδιού πίσω στο χρόνο δεν είναι τίποτε που δεν έχουμε συναντήσει αμέτρητες φορές κι άλλοτε, με καλύτερους τρόπους. Αν αλλάξει κάτι θεαματικά στις τελευταίες 150 σελίδες μετά χαράς να αλλάξω κι αυτήν την παράγραφο, αλλά μέχρι τότε… συμπέρασμα, ένα. Stephen King ποτέ ξανά. Ποτέ. Κι ας λένε ό,τι θέλουν οι εκατοντάδες πελάτες του Amazon UK. Είναι πιθανώς οι ίδιοι που θεωρούσαν τoν Dan Brown συγγραφέα και το The Da Vinci Code βιβλίο που αξίζει να διαβάσεις…