Το πώς ένας άνθρωπος που αγαπά τα βιβλία για 35 χρόνια και την τεχνολογία για 30 είχε παραλείψει να αγοράσει ως τώρα e-book reader έστω και για… “την εμπειρία” είναι απορίας άξιο, όμως αυτό ακριβώς είχε συμβεί σε μένα προσωπικά. Ούτε κανένα από τα αρχικά e-readers που είχαν κυκλοφορήσει το 2005-2006 μού είχε κάνει αρκετή εντύπωση ώστε να το αγοράσω, ούτε τα πρώτα Kindle της Amazon αργότερα. Από το πρώτο μου iPad το 2010 και μετά είχα, τουλάχιστον, σιγουρευτεί πως τα τυπικά tablet – ακόμη και τα ελαφρύτερα και καλύτερα, όπως το Air του 2013 – δεν με βολεύουν για ανάγνωση βιβλίων. Για άρθρα, ναι. Έστω και πολυσέλιδα, μα ως εκεί. Τα tablet παραείναι μεγάλα, βαριά και… φωτεινά για ανάγνωση του είδους των βιβλίων που προτιμώ: των πυκνογραμμένων, με μεγάλες παραγράφους και πολλές σελίδες ανά κεφάλαιο. Μία ή μιάμισι ώρα ανάγνωσης ενός τυπικού βιβλίου σε iPad προσωπικά με κουράζει. Τόσο απλά.
Είχα, λοιπόν, συνεχίσει να διαβάζω βιβλία όπως το έκανα πάντα, σε χαρτί. Δεν μπαίνω στη διαδικασία να εξηγήσω κι εγώ όπως και τόσοι άλλοι “την αίσθηση του υλικού” και “την προσωπική επαφή” και “την αίσθηση της κατοχής” και όσα γενικώς αναφέρονται για τα παραδοσιακά βιβλία ως πλεονεκτήματα. Ως παιδί της τεχνολογίας, δε, ξέρω πάρα πολύ καλά τί πλεονεκτήματα φέρνει στο προσκήνιο ένα καλό e-reader από πλευράς διαχείρισης των βιβλίων, των πρόσθετων λειτουργιών κλπ. Αλλά δεν είχα αληθινά χρειαστεί καμμία από αυτές τις δυνατότητες: αυτά τα… nice to have δεν με εντυπωσιάζουν πια όσο άλλοτε.
Ε, και στα τέλη του Γενάρη μού έκαναν δώρο οι συνάδελφοι στο γραφείο το μόνο e-book reader που θα αγόραζα σ’ εκείνη τη φάση. Το Kindle Paperwhite. Τρεις μήνες μετά, έχω να πω τα παρακάτω για το συγκεκριμένο reader της Amazon.
Πρώτον: αξίζει όλους τους διθυράμβους που έχει εισπράξει για την οθόνη του. Είναι ό,τι κοντινότερο μπορώ να σκεφτώ αυτή τη στιγμή στην απεικόνιση βιβλίων σε χαρτί: απολύτως ξεκούραστη, με υψηλότατη αντίθεση, μηδενικές αντανακλάσεις και αρκετά υψηλή ανάλυση ώστε τα γράμματα να φαίνονται “τυπωμένα”. Εντάξει, οι γωνίες θέασης δεν είναι προφανώς και ό,τι καλύτερο, ενώ – επειδή η τεχνολογία e-ink έχει ακόμη μεγάλα περιθώρια βελτίωσης – ενίοτε ενοχλούν τα “είδωλα” που σχηματίζονται στο scrolling λόγω χαμηλής ταχύτητας ανανέωσης της οθόνης και περιορισμένων χρωμάτων. Όμως για απλό, αγνό, απέριττο διάβασμα είναι η καλύτερη οθόνη που υπάρχει αυτή τη στιγμή. Period.
Δεύτερον: ως συσκευή per se το Kindle κάνει ό,τι μπορεί για να το συμπαθήσεις γρήγορα… και τα καταφέρνει. Είναι λεπτό και πανάλαφρο. Η αυτονομία του… “δεν υπάρχει”: αν δεν χρησιμοποιείς συχνά το Wi-Fi του – που δεν το πολυχρησιμοποιείς στην πράξη κι όταν το κάνεις, είναι για λίγο – συνήθως ξεπερνά τον ένα μήνα χρήσης χωρίς φόρτιση! Φορτίζει, δε, από το 5% στο 95% σε τέσσερις ώρες και κάτι. Οι μορφές αρχείων κειμένου που υποστηρίζει είναι πολλές, ενώ ο αποθηκευτικός του χώρος υπεραρκετός αν μιλάμε για βιβλία μόνο με κείμενο (τα PDF με εικόνες είναι άλλο θέμα). Ο συγχρονισμός του με την online υπηρεσία αποθήκευσης περιεχομένου της Amazon είναι άψογος. There’s a lot to like, που λένε και οι Σάξονες, στο Paperwhite. Αν δεν ήταν έτσι, δεν θα είχε τόση επιτυχία.
Σήμερα, όμως, τρεις μήνες μετά, το Kindle έχει αποφορτιστεί και δεν το έχω ξαναφορτίσει (κοινώς ξαναχρησιμοποιήσει) εδώ και ένα μήνα σχεδόν. Έκτοτε έχω διαβάσει 2 βιβλία, είμαι σε ένα τρίτο, όλα σε χαρτί. Γιατί το… εγκατέλειψα, λοιπόν, το Paperwhite;
Πρώτον: γιατί με κουράζει να διαβάζω μεγάλα βιβλία σε αυτό. Δηλαδή; Δηλαδή… να: η οθόνη των 6 ιντσών είναι, όπως ανέφερα παραπάνω, έξοχη στην απεικόνιση. Είναι όμως μικρή. Ακόμη και στο μικρότερο διαθέσιμο μέγεθος γραμμάτων, με την “στενότερη” διαθέσιμη γραμματοσειρά, στο “σφιχτότερο” spacing γραμμών και το minimum των περιθωρίων γύρω από το κείμενο, η οθόνη αυτή δεν χωρά ποτέ παραπάνω από 3, το πολύ 4 παραγράφους. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως αυτό το “flick” του “γυρίζω σελίδα” το κάνεις ανά 5-6 ή 7 λεπτά max. Ε, αυτό “σπάει” τη ροή της ανάγνωσης για μένα. Τώρα, θα μου πεις, έχει τόοοοση διαφορά με τις έντυπες εκδόσεις, είτε paperback είτε hardcover, που σε κάθε σελίδα χωράνε όχι 4 παράγραφοι αλλά 7 ή 8; Αφενός ναι, έχει. Αφετέρου στο χαρτί δεν υπάρχει και η στιγμιαία καθυστέρηση που χρειάζεται το e-ink για να εμφανίσει την επόμενη σελίδα. Και τα δύο αυτά μαζί – όταν το κείμενο “ρέει” και προσπαθεί να σε “συνεπάρει” με το ρυθμό του – μετά από λίγο εκνευρίζουν, είναι η αλήθεια.
Ξέρω πόσο αστείο ακούγεται όλο αυτό. Το καταλαβαίνω, γι’ αυτό και όταν έγραψα αυτό το post ξαναφόρτισα το Paperwhite και κάθησα να διαβάσω ένα-δύο e-books, για να τσεκάρω αν η εντύπωσή μου είναι 100% βάσιμη ή αν υπερβάλλω. Και… όχι. Όχι. Αφενός δεν γίνεται τελικά να διαβαστεί κείμενο με τα “στενότερα” settings σε όλα, αποδεικνύεται πολύ κουραστικό στο μάτι. Κάτι θα αραιώσεις, κάτι θα μεγαλώσεις… τσουπ, πάλι 3 γίνονται οι παράγραφοι. Αφετέρου αυτή η φάση του “λόξυγκα” στο γύρισμα της σελίδας, που έχει αρχίσει μία φράση στην προηγούμενη, κάνεις flick έτοιμος να διαβάσεις την επόμενη λέξη και… reeeender page, ε, ανά 5 λεπτά ενοχλεί ρε παιδί μου. Σκέψου ότι αυτό θα το κάνεις 10-12 φορές μέσα σε μία ώρα ανάγνωσης. Σε δύο (τόσες διαβάζω κατά μέσο όρο σερί π.χ. “στην καθησιά μου” προσωπικά) θα το κάνεις 20 φορές. See;
Δεύτερον: Αντιλαμβάνομαι πως το Paperwhite είναι ένα e-book reader πρωτίστως και δευτερευόντως (ή… τριτόντως) όλα τα υπόλοιπα, μα θα ήθελα να μην δίνει τόσο πολύ την αίσθηση του ότι… “σέρνεται” στη γενική χρήση λόγω αργού επεξεργαστή και λιγοστής μνήμης λειτουργίας. Θα ήθελα να είναι λίγο πιο “σβέλτο”, να μην κάνει τέσσερα renderings ας πούμε για να δείξει μία σελίδα Web στον “experimental browser” (sic), να μην “το σκέφτεται” όταν “βγαίνει” από ένα βιβλίο και πηγαίνει στο λεξικό ή να μην καθυστερεί στο index μεγάλων βιβλίων. Και πάλι, ξέρω. Για διάβασμα είναι το Paperwhite. Αλλά παραμένει και gadget, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις προσδοκίες μας από αυτό εν έτει 2014.
Οπότε το πρώτο μου Paperwhite δεν το έχω τελικά αξιοποιήσει όσο περίμενα και σίγουρα δεν έχει αντικαταστήσει τα παραδοσιακά βιβλία στην αναγνωστική μου ρουτίνα. Τί έχω, κερδίσει, ωστόσο, από τη… συμβίωση με το συγκεκριμένο Kindle; Τώρα ξέρω επακριβώς – επακριβώς όμως – πώς θα ήταν το ιδανικό e-book reader για μένα συγκεκριμένα, με τις δικές μου αναγνωστικές προτιμήσεις και για τα είδη των βιβλίων που επιλέγω συνήθως. Θα ήταν ένα λεπτότερο (ελαφρύτερο ας μην είναι… δεν πειράζει) Kindle Paperwhite με οθόνη 8 ή 9 ιντσών (όσο είναι υπολογίζω η ωφέλιμη σελίδα ενός τυπωμένου βιβλίου σε hardcover), με αντίστοιχα μεγαλύτερη ανάλυση για να συνεχίζει να φαίνεται “τυπωμένη” και με ταχύτερο ρυθμό ανανέωσης, με σημαντικά μικρότερο πλαίσιο γύρω από την οθόνη, ταχύτερο στη λειτουργία (κι ας μην είναι “κεραυνός”), με υποδοχή για κάρτα μνήμης microSD και υποστήριξη για μορφή αρχείων epub (δεν είναι αυτό που νομίζεις).
Για αυτήν την συσκευή έδινα όχι 109 λίρες που ζητά το Amazon, αλλά 199 λίρες, με άνεση. Γιατί; Γιατί αυτό το Paperwhite θα μπορούσε όντως να αντικαταστήσει τα βιβλία που διαβάζω. Λες μέσα στο 2014 να “κάνει την καλή” ο Bezos; Για να δούμε!